κατωτάτου

κατωτάτου
κάτος
following
masc/neut gen superl sg
κατώτατος
lowest
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”